λόχονδε
Look at other dictionaries:
λόχονδε — (Α) επίρρ. για ενέδρα, για καρτέρι («οὔτε λόχονδ ἰέναι σὺν ἀριστήεσσιν Ἀχαιῶν τέτληκας θυμῷ», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λόχος «ενέδρα, καρτέρι» (αιτ. λόχον) + επιρρμ. κατάλ. δε] … Dictionary of Greek
λόχονδε — indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόχονδ' — λόχονδε , λόχονδε indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)